προνομαία
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ἡ, = προνομή ΙΙ, Ph.2.512, Plu.Alex.60, Luc.Zeux.10, etc.; of a fly's proboscis, Id.Musc.Enc.6; of a bee's, Philostr.Im. 2.12.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, = προνομή 2), Plut. Alex. 60 Fabric. 20; auch der Saugrüssel der Stubenfliege, Luc. musc. enc. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
trompe (d'éléphant, de mouche).
Étymologie: προνομή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνομαία -ας, ἡ [προνομή] slurf, snuit.
Russian (Dvoretsky)
προνομαία: ἡ
1 хобот (sc. τοῦ ἐλέφαντος Diod., Plut., Luc.);
2 хоботок (τῆς μυίας Luc.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος εντόμων της οικογένειας σταφυλινίδες
αρχ.
1. η προβοσκίδα του ελέφαντα
2. η μυζητική προβοσκίδα της μέλισσας, της μύγας κ.ά. εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προνομή + κατάλ. -αία (θηλ. της κατάλ. -αῖος), πρβλ. ἁλμ-αία: ἅλμη, σελην-αία: σελήνη.
Greek Monotonic
προνομαία: ἡ, = προνομή II, σε Πλούτ.· λέγεται για προβοσκίδα μύγας, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προνομαία: ἡ, = προνομή ΙΙ, Διόδ. 17. 88, Πλουτ. Ἀλέξ. 60, Λουκ. Ζεῦξις 10, κτλ.· ἐπὶ τῆς προβοσκίδος μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 6· ἐπὶ τῆς προβοσκίδος μελίσσης, Φιλόστρ. 829.