δειπνητήριον

Revision as of 20:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

τό, dining-room, Plu.Luc.41, Inscr. ap.PFay.p.33, J.BJ2.8.5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
comedor, sala de banquetes de una mansión privada, Plu.Luc.41, de una asociación δ. πρεσβυτέρων γερδίων IFayoum 122.1 (II d.C.), cf. PLips.30.8 (III d.C.)
refectorio de un santuario, para uso de los peregrinos IFayoum 87.3 (I d.C.), Sch.Pi.O.10.57b, de la secta judía de los esenios, I.BI 2.130.

German (Pape)

[Seite 540] τό, Speisesaal, Plut. Lucull. 41 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salle à manger.
Étymologie: δειπνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνητήριον -ου, τό [δειπνέω] eetzaal.

Russian (Dvoretsky)

δειπνητήριον: τό столовая Plut.

Greek Monolingual

δειπνητήριον, το (AM) δειπνητής
η αίθουσα του δείπνου.

Greek Monotonic

δειπνητήριον: τό (δειπνέω), αίθουσα του δείπνου, τραπεζαρία, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνητήριον: τό, αἴθουσα τοῦ δείπνου, Πλούτ. Λουκούλ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 5168, Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 2, 8, 5.

Middle Liddell

δειπνέω
a dining-room, Plut.