κυνοκοπέω

Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

beat like a dog, Id.Eq.289.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
battre comme on fait d'un chien.
Étymologie: κύων, κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοκοπέω [κύων, κόπτω] afranselen (als een hond).

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκοπέω: бить как собаку (τὸ νῶτόν τινος Arph.).

Greek Monotonic

κῠνοκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.

Middle Liddell

κῠνο-κοπέω, fut. -ήσω κόπτω
to beat like a dog, Ar.