παντουργός

Revision as of 21:08, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

όν, A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37. II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.

German (Pape)

[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντουργός -όν [~ πανοῦργος] tot alles in staat, misdadig.

Russian (Dvoretsky)

παντουργός: Soph. = πανοῦργος.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος
2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα
3. το αρσ. ως ουσ.παντουργός
ο δημιουργός, ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ουργός (< έργο)].

Greek Monotonic

παντουργός: -ον, = παν-οῦργος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.

Middle Liddell

παντ-ουργός, όν = πανοῦργος, Soph.]

English (Woodhouse)

rascally, wicked