προεξετάζω
English (LSJ)
A examine beforehand, τόπους, εἰ βέβηλοι Ph.2.271, cf. Luc.Merc.Cond.5, Gal.6.723, S.E.M.8.265:—Pass., J.Ap.2.1. II prefer, τῆς τοῦ σώματος ἀγχιστείας τὴν τῆς ψυχῆς π. Them.Or.5.65c.
German (Pape)
[Seite 721] vorher ausforschen, Luc. merc. cond. 5.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξετάζω tevoren onderzoeken.
Russian (Dvoretsky)
προεξετάζω: заранее исследовать (τι Luc., Sext.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
εξετάζω προηγουμένως κάτι
αρχ.
προτιμώ, προκρίνω.
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
προεξετάζω: ἐξετάζω πρότερον, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 265.