τρισδείλαιος

Revision as of 22:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ον, = τρισάθλιος (thrice-unhappy), AP7.737.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-δείλαιος -ον zeer ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρισδείλαιος: Anth. = τρισάθλιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].

Greek Monotonic

τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.

Middle Liddell

τρισ-δείλαιος, ον, = τρισάθλιος, Anth.]