συννικάω

Revision as of 00:03, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:— Pass., to be conquered together, D.C.49.10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen.

Russian (Dvoretsky)

συννῑκάω: совместно побеждать (τινι Eur. и μετά τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.

Greek Monotonic

συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.

Middle Liddell


to have part in a victory with, τινί Eur.