συμπέρθω

Revision as of 00:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

destroy with or together, E.Hel.106 (tm.).

German (Pape)

[Seite 986] (s. πέρθω), mit zerstören, in tmesi, ξύν γε πέρσας, Eur. Hel. 105.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέρθω mede verwoesten, helpen verwoesten.

Russian (Dvoretsky)

συμπέρθω: вместе разрушать: ξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. вместе с разрушением Илиона.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέρθω: καταστρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].

Greek Monotonic

συμπέρθω: μέλ. -σω, καταστρέφω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
to destroy with or together, Eur.