γλυκύδακρυς

Revision as of 10:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

υ, shedding sweet tears, Ἔρως AP7.419 (Mel.), 12.167 (Id.).

Spanish (DGE)

(γλῠκύδακρυς) -υ
• Prosodia: [-ῠ-]
que hace derramar dulces lágrimas Ἔρως AP 7.419, 12.167 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκύδακρυςγλυκύς, δάκρυ die zoete tranen vergiet, van Eros. AP 5.177.3.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύδακρυς: υ, gen. υος исторгающий сладкие слезы (Ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύδακρυς: υ, ὁ γλυκέα δάκρυα κινῶν, ἔρως Ἀνθ. Π. 7. 419., 12. 167.

Greek Monolingual

γλυκύδακρυς, -υ (Α)
αυτός που φέρνει στα μάτια γλυκά δάκρυα («γλυκύδακρυς Ἔρως»).

Greek Monotonic

γλῠκύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που προκαλεί γλυκά δάκρυα, σε Ανθ.

Middle Liddell

δάκρυ
causing sweet tears, Anth.