ἀκώλυτος
English (LSJ)
ον, unhindered, Luc.Tim.18; τύχη, of death, Epigr.Gr. 149.8 (Rhenea), etc. Adv. -τως Pl.Cra.415d, Chrysipp.Stoic.2.269, Str.17.1.25, Act.Ap.28.31, etc.; γλῶσσα ἀ. ῥέουσα Procop.Ep. 46; also ἀκωλυτί [Democr.] in Fabr.Bibl.4.338.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no impedido o estorbado, exento de obstáculos πνεῦμα LXX Sap.7.23, ἔξοδος Luc.Tim.18, cf. SEG 46.1669.10 (Hierápolis II/III d.C.), εἴσοδος Hdn.1.13.1, cf. A.D.Synt.277.22
•fig. del bien, Plu.2.137e, del libre albedrío, Arr.Epict.3.3.10, 1.4.18, cf. Dam.in Phlb.154
•que carece de trabas o impedimento ἡ χρῆσις ... τοῦ μνημείου ISmyrna 212.5.
2 que no puede ser impedido, ineluctable ἀκώλυτοι (ἐστί) γὰρ οἱ μαινόμενοι pues a los locos no se les puede impedir (el impulso hacia lo que desean), Artem.3.42, τύχη de la muerte GVI 662.8 (Renea II/I a.C.).
II adv. -ως sin impedimento, sin trabas Pl.Cra.415d, Chrysipp.Stoic.2.269, Str.17.1.25, Act.Ap.28.31, SB 7444.11 (I d.C.), Anon.Lond.20.44, Arr.Epict.3.12.4, IStratonikeia 202.29 (II d.C.), PAbinn.62.16 (IV d.C.), PFlor.93.24 (VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀκώλῡτος: беспрепятственный (ἔξοδος Luc.): τὸ πρός τι ἀκώλυτον Plut. беспрепятственный доступ к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκώλῡτος: -ον, ὁ μὴ κωλυόμενος, Λουκ. Τίμ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 2321. 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Κρατ. 415D· ὡσαύτως ἀκωλυτί, Δημόκρ. ἐν τῇ Φαβρικίου Βιβλιοθ. 4. 338.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκώλυτος, -ον)
αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κωλυτός < κωλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί].
Greek Monotonic
ἀκώλῡτος: -ον (κωλύω), αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν παρακωλύεται, σε Λουκ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κωλύω
unhindered, Luc.: adv. -τως, Plat.