βαρύμισθος

Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, largely paid, grasping, AP5.1.

Spanish (DGE)

(βᾰρύμισθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de precio alto, caro τὴν καταφλειξίπολιν Σθενελαΐδα τὴν βαρύμισθον AP 5.2.

German (Pape)

[Seite 434] schweren Lohn nehmend, theuer, Ep. ad. 56 (V, 2).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un prix lourd.
Étymologie: βαρύς, μισθός.

Russian (Dvoretsky)

βαρύμισθος: требующий высокой оплаты Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύμισθος: -ον, ὁ βαρέως πληρωνόμενος, ἄπληστος, πλεονέκτης, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.

Greek Monolingual

βαρύμισθος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μεγάλο μισθό.

Greek Monotonic

βᾰρύμισθος: -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ.

Middle Liddell

largely paid, Anth.