εὐμετάπειστος

Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à faire changer d'avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.

Russian (Dvoretsky)

εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].

Greek Monotonic

εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.