ζωοθετέω
English (LSJ)
(τίθημι) make alive, -οῦσα φύσις Archel. ap. Antig.Mir.19.
German (Pape)
[Seite 1144] beleben, φύσις πάντα ζ. Archel. 5 (App. 12).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ζωοθετέω: делать живым, оживлять (πάντα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ζωοθετέω: (τίθημι) ποιῶ τινα ζῶντα, ζωοποιῶ, Άνθ. Π. παραρτ. 12.
Greek Monotonic
ζωοθετέω: (τίθημι), μέλ. -ήσω, κάνω κάποιον ζωντανό, ζωοποιώ, ζωογονώ, σε Ανθ.