θεμιτεύω

Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).

German (Pape)

[Seite 1194] s. θεμιστεύω.

Russian (Dvoretsky)

θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).

Greek Monolingual

θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.

Greek Monotonic

θεμῐτεύω: = θεμιστεύω, σε Ευρ.

Middle Liddell

θεμῐτεύω, = θεμιστεύω, Eur.] [from θεμῐτός]