κορωνεκάβη

Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, a Hecuba, as old as a crow, AP11.67 (Myrin.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
femme aussi vieille qu’Hécube et qu'une corneille.
Étymologie: κορώνη¹, Ἑκάβη.

Russian (Dvoretsky)

κορωνεκάβη: (ᾰ) ἡ ирон. женщина, старая как ворона и как Гекуба, т. е. древняя-древняя старуха (по поверью, ворона жила около 900 лет) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνεκάβη: ᾰ, ἡ, Ἑκάβη, γραῖα ὡς κορώνη, Ἀνθ. Π. 11. 67. Πρβλ. τετρακόρωνος.

Greek Monolingual

κορωνεκάβη, ἡ (Α)
πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα της μυθολογίας)].

Greek Monotonic

κορωνεκάβη: [ᾰ], ἡ, γερός, παλιός όσο ένα κοράκι ή η Εκάβη, σε Ανθ.

Middle Liddell

old as a crow or Hecuba, Anth.