λεοντοφυής
English (LSJ)
ές, of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον… ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.
Greek Monolingual
λεοντοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει φύση λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- -φυής (< φυή, ἡ, ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλοφυής, ταυροφυής].
Greek Monotonic
λεοντοφῠής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση λιονταριού, σε Ευρ.