λυρῳδός

Revision as of 13:59, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. λυραοιδός.

French (Bailly abrégé)

v. λυραοιδός.

Russian (Dvoretsky)

λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρωδός, τραγωδός].

Greek Monotonic

λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.