μηδαμόθι

Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. nowhere, γῆς Plu.2.360a, Luc.Herm.31.

German (Pape)

[Seite 169] (correl. zu πόθι), nirgendwo, = μηδαμοῦ, τῆς γῆς, Luc. Hermot. 31.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part sans mouv.
Étymologie: μηδαμός, -θι.

Russian (Dvoretsky)

μηδᾰμόθῐ: adv. нигде: μ. τῆς γῆς Luc., Plut. нигде на земле.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν μηδενὶ μέρει, τῆς γῆς Πλούτ. 2. 360Α, Λουκ. Ἑρμότ. 31.

Greek Monolingual

μηδαμόθι (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. ουδαμό-θι)].

Greek Monotonic

μηδᾰμόθι: επίρρ., πουθενά, σε Λουκ.

Middle Liddell

nowhere, Luc.