ξυλεία
English (LSJ)
ἡ, A felling and carrying of wood, Plb.21.39.12, BGU1123.9 (i B. C.), J.BJ6.2.7; supply of wood, Str.5.2.5. II timber, Plb.3.42.3. 2 wood-work, Id.10.27.10, Callix.I, Hdn.8.4.8.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, 1) das Holzfällen, Holzholen, Pol. 22, 22, 12. – 2) das Holzwerk, Bauholz, z. B. zu Schiffen, Pol. 3, 42, 3 u. Sp.; s. auch ξυλία.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλεία: ἡ
1) рубка леса или доставка дров Polyb.;
2) корабельный лес Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλεία: ἡ, τὸ κόπτειν καὶ μεταφέρειν ξύλα, ξυλεύειν, Λατ. lignatio, Πολύβ. 10. 27, 10., 22. 22, 12. ΙΙ. ξύλα χρησιμεύοντα πρὸς οἰκοδομὴν ἢ ναυπηγίαν, ξυλική, ὁ αὐτ. 3. 42, 3, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204C· πρβλ. ξύλωσις.
Greek Monolingual
η (Α ξυλεία) ξυλεύω
το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.)
αρχ.
1. η κοπή, η συλλογή και η μεταφορά ξύλων
2. ξύλινο κατασκεύασμα, ξύλινος σκελετός.