νευρολάλος

Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with sounding strings, χορδή AP9.410 (Tull. Sab.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux cordes sonores.
Étymologie: νεῦρον, λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

νευρολάλος: (ᾰ) с говорящими волокнами, т. е. певучий (χορδή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρολάλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων νεῦρα ἠχοῦντα, χορδὴ Ἀνθ. Π. 9. 410.

Greek Monolingual

νευρολάλος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί με νευρά ή σαν νευράχορδή νευρολάλος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -λάλος (< λαλῶ), πρβλ. θρηνολάλος.

Greek Monotonic

νευρολάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χορδές, τεντωμένα νεύρα που παράγουν ήχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

νευρο-λᾰ́λος, ον,
with sounding strings, Anth.