θρηνολάλος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, uttering laments, Σειρῆνες IG12(8).445.5 (Thasos).
Greek Monolingual
θρηνολάλος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυλάλος, χρησμολάλος.
Full diacritics: θρηνολάλος | Medium diacritics: θρηνολάλος | Low diacritics: θρηνολάλος | Capitals: ΘΡΗΝΟΛΑΛΟΣ |
Transliteration A: thrēnolálos | Transliteration B: thrēnolalos | Transliteration C: thrinolalos | Beta Code: qrhnola/los |
[ᾰ], ον, uttering laments, Σειρῆνες IG12(8).445.5 (Thasos).
θρηνολάλος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυλάλος, χρησμολάλος.