θρηνολάλος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρηνολάλος Medium diacritics: θρηνολάλος Low diacritics: θρηνολάλος Capitals: ΘΡΗΝΟΛΑΛΟΣ
Transliteration A: thrēnolálos Transliteration B: thrēnolalos Transliteration C: thrinolalos Beta Code: qrhnola/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, uttering laments, Σειρῆνες IG12(8).445.5 (Thasos).

Greek Monolingual

θρηνολάλος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυλάλος, χρησμολάλος.