προκαταπλέω

Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

sail down before, Plb.1.21.4.

German (Pape)

[Seite 728] (s. πλέω), vorher hinabschiffen, Pol. 1, 21, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s'embarquer ou faire une traversée auparavant.
Étymologie: πρό, καταπλέω.

Russian (Dvoretsky)

προκαταπλέω: ранее отплывать (ὀλίγαις ἡμέραις πρότερον π. ἐπὶ τὴν Μεσσήνην Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπλέω: καταπλέω πρότερον, Πολύβ. 1. 21, 4.

Greek Monolingual

Α
καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»].

Greek Monotonic

προκαταπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, καταπλέω από πριν, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail down before, Polyb.