προκαταπλέω
English (LSJ)
sail down before, Plb.1.21.4.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s'embarquer ou faire une traversée auparavant.
Étymologie: πρό, καταπλέω.
Russian (Dvoretsky)
προκαταπλέω: ранее отплывать (ὀλίγαις ἡμέραις πρότερον π. ἐπὶ τὴν Μεσσήνην Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπλέω: καταπλέω πρότερον, Πολύβ. 1. 21, 4.
Greek Monolingual
Α
καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»].