συναληθεύω

Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A to be true together, Arist.Int.19b36, cf. Gal.7.838. II join in seeking or speaking the truth, Plu.2.53b.

German (Pape)

[Seite 998] mit oder zugleich die Wahrheit reden; Arist. hermeneut. 10; Plut. discr. ad. et amic. 11.

French (Bailly abrégé)

dire également la vérité.
Étymologie: σύν, ἀληθεύω.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰληθεύω:
1) одновременно быть истинным Arst.;
2) совместно стремиться к истине или говорить правду Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰληθεύω: ληθεύω ὁμοῦ, οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 5. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ λέγω ἢ ζητῶ τὴν ἀλήθειαν, Πλούτ. 2. 53Β.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῖς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.