τροχιός

Revision as of 16:26, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ά, όν, = τροχόεις, round, φθοΐς AP6.258 (Adaeus).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi.
Étymologie: τροχός.

Russian (Dvoretsky)

τροχιός: круглый (φθοΐς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγύλος, τροχιὰν ἐν κανέω φθοΐδα Ἀνθ. Π. 6. 258.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α τροχός ή τρόχος]
στρογγυλός σαν τη ρόδα.

Greek Monotonic

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τροχιός, ή, όν = τροχόεις
round, Anth.