ἀμφιέζω

Revision as of 17:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

freq. as v.l. for ἀμφιάζω, cf. An. Ox.2.338.

Spanish (DGE)

v. ἀμφιάζω.

German (Pape)

[Seite 138] = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
revêtir.
Étymologie: ἀμφί, ἔννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιέζω: одевать, снабжать одеждой (τοὺς στρατιώτας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιέζω: ἄλλ. γραφ. συνεχῶς ἀπαντῶσα ἀντὶ τοῦ ἀμφιάζω.

Greek Monolingual

ἀμφιέζω (ΑΜ)
αμφιέννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. του ρ. ἀμφιάζω.
ΠΑΡ. ἀμφίεσις (-η), αρχ. ἀμφιεσμός.

Greek Monotonic

ἀμφιέζω: = ἀμφιάζω.

Frisk Etymological English

See also: ἀμφιάζω

Chinese

原文音譯:¢mfišnnumi 暗非恩匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:封套-在內
字義溯源:穿衣,穿上,妝飾;由(ἀμφότεροι)=雙方)與(ἔννομος)X*=穿著)組成;其中 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X*=環繞)。
同義字:1) (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)穿衣 2) (ἐνδιδύσκω)穿著 2) (ἐνδύω)穿上衣服 3) (ἱματίζω)穿上服裝 4) (παρεμβάλλω / περιβάλλω)披裹
出現次數:總共(4);太(2);路(2)
譯字彙編
1) 穿(2) 太11:8; 路7:25;
2) 妝飾(2) 太6:30; 路12:28