ἀντεκπλέω

Revision as of 17:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

sail out against, τινί Th.4.13: abs., Plu.Lys.10.

Spanish (DGE)

hacerse a la mar contra σφίσιν Th.4.13
abs., Plu.Lys.10.

German (Pape)

[Seite 245] (s. πλέω), gegen Einen mit der Flotte auslaufen, Thuc. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Lys. 10.

French (Bailly abrégé)

mettre à la voile à la rencontre de, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκπλέω: воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπλέω: ἐκπλέω ἐναντίον τινὸς πλέοντος κατ’ ἐμοῦ, ἢν μὲν ἀντεκπλεῖν ἐθέλωσι σφῖσιν Θουκ. 4. 13· ἀπολ., Πλουτ. Λυσ. 10.

Greek Monolingual

ἀντεκπλέω (Α)
εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εκπλέω εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ.

Middle Liddell

to sail out against, τινί Thuc.