ἀπαληθεύω

Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

speak the whole truth, πρός τινα X.Oec.3.12: c. acc., χρόνος ὁ πάντα ἐκκαλύπτων καὶ ἀπαληθεύων Ael.Fr.62.

Spanish (DGE)

decir la verdad πρὸς ἡμᾶς X.Oec.3.12
tr. χρόνος ὁ πάντα ἐκκαλύπτων καὶ ἀπαληθεύων el tiempo, que desvela y dice la verdad de todas las cosas Ael.Fr.62.

German (Pape)

[Seite 276] die Wahrheit gerad heraussagen, Xen. Oec. 3, 12. Auch die Wahrheit erforschen; bewähren, Suid.

French (Bailly abrégé)

dire la vérité.
Étymologie: ἀπό, ἀληθεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰληθεύω: говорить всю правду (πρός τινα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰληθεύω: λέγω πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, πρός τινα Ξεν. Οἰκ. 3. 12. ἐν μέσ. τύπ. ΙΙ. ἀπαληθεύω, ἐξευρίσκω τὴν ἀλήθειαν, ἐκφαίνω τὴν ἀλήθειαν, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀπαληθεύω (Α)
λέω όλη την αλήθεια.

Greek Monotonic

ἀπᾰληθεύω: λέγω ολόκληρη την αλήθεια, στη Μέσ., σε Ξεν.

Middle Liddell


to speak the whole truth, Xen., in Mid.