ἀποκαυλίζω

Revision as of 18:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

(καυλός) break off by the stalk: hence, break short off, E.Supp.717, Th.2.76:—Pass., to be so broken, to be fractured across, Hp.Fract.45, Art.33.

Spanish (DGE)

partir, romper κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ E.Supp.717, τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς Th.2.76, τὰ πλεονάζοντα Hierocl.p.15
medic. fracturar en v. pas. ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασιν τὸ ὀστέον si la fractura del hueso es completa Hp.Art.33, cf. 14, 32, Fract.45, Gal.10.424
τὸ ἀποκεκαυλισμένον la fractura Hp.Art.33.

German (Pape)

[Seite 306] eigtl. den Stengel abbrechen, ganzdurchbrechen, Hippocr. im pass.; abschlagen, Eur. Suppl. 117, nach Canter's Conj.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc. 2, 76.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπεκαύλιζον;
briser la tige ; briser net ou complètement.
Étymologie: ἀπό, καυλός.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκαυλίζω: отламывать, отбивать, сносить (τραχήλους ξύλῳ Eur.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (καυλὸς) ἀποκόπτω τὸν καυλόν, τὸ στέλεχος, ἀποκόπτω, σμικρύνω, Εὐρ. Ἱκ. 717, Θουκ. 2. 76: - Παθ. θραύομαι, θραύομαι ἐν τῷ μέσῳ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, περὶ Ἄρθρ. 799: - Ρηματ. ἐπίθ. -ιστέον, Ὀρειβάσ. (Mai). 18.

Greek Monolingual

ἀποκαυλίζω (Α) καυλός
1. αποκόπτω τον βλαστό, το στέλεχος φυτού
2. κόβω κάτι που προεξέχει
3. τσακίζω, θρυμματίζω.

Greek Monotonic

ἀποκαυλίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ (καυλός), αποκόπτω το στέλεχος, τον κορμό, το κλαδί ή το κοτσάνι· σμικρύνω αποκόπτοντας, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

καυλός
to break off by the stalk: to break short off, Eur., Thuc.