сносить
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Russian > Greek
διαφέρω, συνεισφέρω, ἀποκαυλίζω, καταλύω, συγκόπτω, ἀπορρήγνυμι, ἐντίκτω, συμψάω, καθαιρέω, καταιρέω, ὑπομένω, συμφορέω, διασκάπτω, κατασκάπτω, φέρω, καταφέρω, συμφέρω