ἐκσαόω

Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Ep. for ἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Il.4.12; ἐξεσάωσε θαλάσσης Od.4.501; ψυχὴν δ' ἐξ. v.l. in Archil.6; [πέδιλον] ὑπ' ἰλύος A.R.1.10.

Spanish (DGE)

salvar, poner a salvo μιν ... ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι lo sacó a salvo cuando creía que iba a morir, Il.4.12, ἐξεσάωσε θαλάσσης (lo) sacó a salvo del mar, Od.4.501, ψυχὴν δ' ἐξεσάωσα Archil.12.3, ἄλλο (πέδιλον) μὲν ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος salvó del barro una de sus sandalias A.R.1.10, θεάτρου κύκλον περιώσιον ἐξεσάωσε IEphesos 2043.3 (IV d.C.), τοίχους Test.Salaminia 204.3 (V d.C.), πτόλιν ἐξεσάωσαν ἐύκτιτον Ἀντινοῆος Dioscorus 14.34.

German (Pape)

[Seite 778] erretten aus; θαλάττης Od. 4, 501; vgl. Il. 4, 12; Archil. bei Schol. Ar. Pax 1301 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 10, ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος.

French (Bailly abrégé)

-αῶ;
ao. ἐξεσάωσα;
sauver de : τινα θαλάσσης OD arracher qqn à la mer ; abs. sauver de la mort, acc..
Étymologie: ἐκ, σαόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσαόω: (aor. ἐξεσάωσα) Hom. = ἐκσῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσᾰόω: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Ἰλ. Δ. 12· ἐξεσάωσε θαλάσσης Ὀδ. Δ. 501· ψυχὴν δ᾿ ἐξ. Ἀρχίλ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1301.

English (Autenrieth)

aor. ἐξεσάωσεν: save (from), τινά (τινος).

Greek Monotonic

ἐκσᾰόω: αόρ. αʹ ἐξεσάωσα, Επικ. αντί ἐκσῴζω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

aor1 ἐξεσάωσα [epic for ἐκσώζω, Hom.]