ἑλικοδρόμος
English (LSJ)
ον, running in curves, twisting, Orph.H.9.10; circular, E.Ba.1067 (cj. for ἕλκει δρόμον).
Spanish (DGE)
(ἑλῐκοδρόμος) -ον
1 que describe un círculo τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἑλικοδρόμον E.Ba.1067.
2 que se mueve en órbita circular de la Luna, Max.61, Man.4.146, Orph.H.9.10.
German (Pape)
[Seite 797] in Windungen, Krümmungen lausend; Orph. H. 8, 10; auch Eur. Bacch. 1067 nach Conj.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la courbe sinueuse;
2 circulaire.
Étymologie: ἑλικός, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἑλῐκοδρόμος: вращающийся (τροχός Eur. - v.l. ἕλκει δρόμον).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκοδρόμος: -ον, τρέχων ἑλικοειδῶς, συστρεφόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 10· κυκλοτερής, περιφορὰν ἑλκιδρόμον Εὐρ. Βάκχ. 1067 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Ρεϊσκίου ἀντὶ ἕλκει δρόμον).
Greek Monolingual
ἑλικοδρόμος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει ελικοειδώς
2. κυκλικός.
Greek Monotonic
ἑλῐκοδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, κυκλικός, περιστροφικός, ελικοειδής, σε Ευρ.