περιστροφικός
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή
2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας»
τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι οποίες έχουν ως άμεση επενέργεια την περιστροφή του άξονα
β) «περιστροφικός μετασχηματιστής»
(ηλεκτρολ.) διάταξη εξοπλισμού συστημάτων αυτόματου ελέγχου που παρέχει έξοδο ανάλογη με την περιστροφική μετατόπιση του κινητού πυρήνα του
γ) «περιστροφική κίνηση στερεού»
φυσ. κίνηση στην οποία όλα τα σημεία του σώματος κινούνται σε παράλληλα επίπεδα και περιγράφουν κύκλους με κέντρα που βρίσκονται σε ακίνητη ευθεία
δ) «περιστροφική μηχανή»
τεχνολ. μηχανή στην οποία η κίνηση μεταδίδεται στον κινητήριο άξονα με έμβολο, χωρίς να χρησιμοποιείται στρόφαλος, διωστήρας ή άλλο παρεμβαλλόμενο στοιχείο
ε) «περιστροφικό πιεστήριο»
(τυπογρ.) είδος εκτυπωτικής μηχανής μεγάλης παραγωγικότητας που είχε χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ στο παρελθόν για την εκτύπωση κυρίως περιοδικών και εφημερίδων και στην οποία η τυπογραφική πλάκα, ως ενιαίο έλασμα, ύστερα από σειρά διεργασιών, τοποθετούνταν σε κυλινδρικό τύμπανο πάνω στο οποίο εφάπτονταν ο κύλινδρος μελάνωσης και ο κύλινδρος πίεσης, ενώ το χαρτί περνούσε ανάμεσα ως συνεχής ταινία εκτυλισσόμενο από ρολό και καταλήγοντας με τυπωμένη επιφάνεια στο άκρο εξόδου της μηχανής, όπου και κοβόταν αυτόματα, κν. ροτατίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστροφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].