ἰσοκράτεια

Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[κρᾰ], ἡ,= ἰσοκρατία, equilibrium, equivalence, Gal. Hist.Phil.126.

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκράτεια: ἡ Plat. v.l. = ἰσοκρατία.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκράτεια: ἡ, διαφ. γραφ. ἀντὶ ἰσοκρατία.

Greek Monolingual

ἰσοκράτεια, ἡ (Α) ισοκρατής
διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.