ισοκρατία

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

Greek Monolingual

ἰσοκρατία, ἡ (Α) ισοκρατής
1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία
2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. του τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).