ὁλοφυής

Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, grown as a whole, consisting all of one piece, Arist.PA 693a25; having the nature of a whole, Dam.Pr.271, cf. 51; cf. οὐλοφυής.

German (Pape)

[Seite 327] ές, aus dem Ganzen gewachsen, aus einem Stücke gemacht, Arist. part. anim. 4, 12 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοφυής: состоящий из одного куска, цельный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοφυής: -ές, ὁ ἀποτελῶν μίαν φυήν, «μονοκόμματος», Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 12· πρβλ. οὐλοφυής.

Greek Monolingual

ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, -ές (Α)
1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος
2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. πολυ-φυής].