ἄλεξις

Revision as of 15:00, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

-εως, ἡ, help, EM 59.23. Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid. 1.34J.

German (Pape)

[Seite 93] ἡ, Schutz, Hülfe, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλεξις: -εως, ἡ, βοήθεια, Ἐτυμ. Μ. 59, 22. ΙΙ. Κῶοι δέ... καὶ ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν, Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 60, ἔκδ. Γ. Δινδορφίου.

Greek Monolingual

ἄλεξις, η (Α) ἀλέξω
1. επικουρία, βοήθεια
2. ως επίθετο του Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ayuda, protección θεῖα ἄ. Hatsh.126.9 (I/II d.C.?), cf. EMα 791
como epíclesis de héroes Κῷοι ... Ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid.Or.40.15.