ἀναστοναχίζω
English (LSJ)
v. ἀναστοναχέω, QS. 2.634 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
lamentarse παννυχίη δ' ἀλεγεινὸν ἀναστονάχιζε γοῶσα Ἠώς Q.S.2.634 (cód.).
German (Pape)
[Seite 209] dass., praes., Qu. Sm. 2, 634.
v. ἀναστοναχέω, QS. 2.634 (s.v.l.).
lamentarse παννυχίη δ' ἀλεγεινὸν ἀναστονάχιζε γοῶσα Ἠώς Q.S.2.634 (cód.).
[Seite 209] dass., praes., Qu. Sm. 2, 634.