ἀναστεναχίζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
groan oft and loudly, wail aloud, Il.10.9.
Spanish (DGE)
(ἀναστενᾰχίζω)
lamentarse πυκίν' ἐν στήθεσσιν ἀναστενάχιζ' Il.10.9, παννυχίη δ' ἀλεγεινὸν ἀνεστενάχιζε γοῶσα Ἠώς Q.S.2.634 (cj.)
•c. ac. de pers. lamentar, llorar a νύμφη νυμφίον Nonn.D.24.192.
German (Pape)
[Seite 209] nur praes., dasselbe, Il. 10, 9.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. ἀναστενάζω.
Étymologie: ἀνά, στεναχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστενᾰχίζω: Hom. = ἀναστενάζω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστενᾰχίζω: συχνάκις καὶ μεγαλοφώνως στενάζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, Ἰλ. Κ. 9.
English (Autenrieth)
= ἀναστενάχω, ipf., Il. 10.9.
Greek Monolingual
ἀναστεναχίζω (Α)
στενάζω συχνά, θρηνώ δυνατά.
Greek Monotonic
ἀναστενᾰχίζω: μέλ. -σω, αναστενάζω δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.