στηλίδιον

Revision as of 18:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of στήλη, little monument, Thphr.Char.21.9; boundary-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στηλίς, Hesych.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.

Greek Monotonic

στηλίδιον: τό, υποκορ. του στήλη, σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήλη, μικρὰ στήλη, μικρὸν μνημεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· λίθος ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.

Middle Liddell

στηλίδιον, ου, τό, [Dim. of στήλη, Theophr.]