ἐκπεπληγμένως

Revision as of 20:09, 7 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Adv., ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι = to be in a state of panic, D.Prooem. 39.1.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἐκπλήσσω con pánico ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι D.Prooem.39.1.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεπληγμένως: в паническом страхе (ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.

Greek Monolingual

βλ. εκπλήττω.

Greek Monotonic

ἐκπεπληγμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε κατάσταση πανικού, σε Δημ.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. of ἐκπλήσσω
in panic fear, Dem.