soporte
Spanish > Greek
βάσις, βάσταγμα, βασίδιον, βασταγή, διέρεισμα, διαζύγιον, εἶρξις, ἀγκών, ἀναβαστακτήρ, ἀντέρεισις, ἀντιδόκιον, ἀπαιώρημα, ἐμπυελίδιον, ἐμπυελίς, ἐνέρεισμα, ἑδραίωμα, ἔκδεξις, ἕδρα, ἕδρανον, ἕδρασμα
βάσις, βάσταγμα, βασίδιον, βασταγή, διέρεισμα, διαζύγιον, εἶρξις, ἀγκών, ἀναβαστακτήρ, ἀντέρεισις, ἀντιδόκιον, ἀπαιώρημα, ἐμπυελίδιον, ἐμπυελίς, ἐνέρεισμα, ἑδραίωμα, ἔκδεξις, ἕδρα, ἕδρανον, ἕδρασμα