κοσμαγός

Revision as of 09:20, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

English (LSJ)

ὁ, guide of the universe, name of an order of divine beings in the Chaldaean system, Dam.Pr.112.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμᾱγός: ὁ, ἰθύντωρ, ὁδηγὸς τοῦ κόσμου, ἐπὶ τῶν ἀστέρων, Συνέσ. 325Β, Ἀνών. παρὰ τῷ Creuz. Plotin. de Pulchr. σ. 171.

Greek Monolingual

κοσμαγός, ὁ (ΑM)
ο οδηγός του κόσμου, ο ηγήτορας του κόσμου («σὲ μὲν οἱ νοεροὶ μέλπουσιν, ἄναξ, σὲ δὲ κοσμαγοὶ ὀμματολαμπεῖς νόες ἀστέριοι ὑμνοῦσι», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -αγός (< ἄγω), πρβλ. ξεναγός, ουραγός].