διχοτομῶ

Revision as of 15:05, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Mantoulidis Etymological

(=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπό τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα + τέμνω).
Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, διχοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα τέμνω.