διχοτομῶ
Mantoulidis Etymological
(=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπό τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα + τέμνω).
Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, διχοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα τέμνω.
(=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπό τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα + τέμνω).
Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, διχοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα τέμνω.