διχοτομία

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχοτομία Medium diacritics: διχοτομία Low diacritics: διχοτομία Capitals: ΔΙΧΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: dichotomía Transliteration B: dichotomia Transliteration C: dichotomia Beta Code: dixotomi/a

English (LSJ)

ἡ,
A dividing in two, of the moon's quarters, Arist.GA777b22, Gem.9.3, Simp.in Ph.455.22; bisection, Theo Sm.p.184H.
2 point of bisection, Archim.Aequil. 1.6, al.
b point of division between wings of army, Ascl. Tact.2.6.
II division into two parts (logically), dichotomy, Arist.PA 644a9, Iamb.Comm.Math.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 división en dos partes ἄπειροι γὰρ αἱ διχοτομίαι τοῦ μεγέθους Arist.Ph.207b11, cf. 239b22, περίοδοι σελήνης ... τῶν μεταξὺ χρόνων αἱ διχοτομίαι Arist.GA 777b22, cf. Gem.9.3, αἱ διχοτομίαι διορίζουσι τὰς ὥρας Thphr.Sign.6, cf. 9, εἰς ἴσα διαιρούμενον ἄπειρον κατὰ τὴν διχοτομίαν del número par, Simp.in Ph.455.22, de cuerpos celestes, Theo Sm.184
fig. separación δ. ... κατὰ τὴν εἰς τὸ παντελὲς ἀπὸ τοῦ Πνεύματος ἀλλοτρίωσιν Basil.Spir.40.23.
2 lóg. dicotomía πλείους (διαφοράς) ... οὐκ ἔστιν ὑπὸ μίαν διχοτομίαν εἶναι, ἀλλὰ μίαν κατὰ μίαν τελευτᾶν Arist.PA 644a9, cf. 643b13, ref. a si son uno o dos los principios de la matemática, Iambl.Comm.Math.1.
3 geom. bisección, hecho de dividir en dos partes iguales una recta, Papp.948, un círculo por medio del diámetro, Procl.in Euc.157.12, un ángulo por la bisectriz, Eutoc.in Circ.147
punto medio de una recta o de un arco, Archim.Aequil.1.6, σημεῖα οὐκ ἴσον ἀπέχουσι τῆς διχοτομίας Euc.10.41, cf. 44.

German (Pape)

[Seite 647] ἡ, dasselbe; Arist. part. an. 1, 3; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
division en deux parties.
Étymologie: διχότομος.

Russian (Dvoretsky)

διχοτομία:разрубание пополам, разделение надвое Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχοτομία: ἡ, τὸ διχοτομεῖν, εἰς δύο κόπτειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 4. 10, 6. ΙΙ. ἡ (λογικὴ) διαίρεσίς τινος εἰς δύο, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 1. 3, 21, πρβλ. Σιμπλίκ. ἐν Φυσ. 30.

Greek Monolingual

η (AM διχοτομία)
διχοτόμηση
II αρχ. 1
διαίρεση σε δύο λογικά μέρη, διαίρεση της έννοιας του γένους σε δύο είδη
2. σημείο διχοτομήσεως.