διχοτόμος
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
διχοτόμον,
A cutting in two, Ammon.p.44V.: but,
II proparox., διχότομος, ον, cut in half, divided equally, μυκτήρ Arist. HA492b17; διχοτόμος σελήνη = the half-moon, Id.Pr.911b36, Aristarch.Sam. Hyp.3, Gem.9.8, prob. in Plu.2.929f; σελήνης σύμβολον τὸ διχοτόμον Porph. ap.Eus.PE3.11; μέχρι διχοτόμου = till the second quarter, Antyll. ap. Orib.9.3.2; κατ' ἀμφοτέρας τὰς διχοτόμους (sc. φάσεις) at the first and third quarters, Ptol.Alm.5.1.
Spanish (DGE)
-ον
que parte por la mitad δ. ... ὁ εἰς δύο διαιρῶν Ammon.Diff.138.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχοτόμος: -ον, εἰς δύο διαιρῶν, Ἀμμών. σ. 43· ἀλλά, ΙΙ. προπαροξ. διχότομος, ον, εἰς δύο διῃρημένος, μυκτὴρ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 8· δ. σελήνη, ἡμισέληνος, ὁ αὐτ. Προβλ. 15. 7, 1.
Greek Monolingual
-ο (AM διχοτόμος, -ον)
1. (για επίπεδο ή γραμμή) αυτός που διαιρεί σε δύο μέρη
2. το θηλ. ως ουσ. η διχοτόμος
η ευθεία η οποία άρχεται από την κορυφή γωνίας και τή διαιρεί σε δύο ίσα μέρη.
-ο (AM διχοτόμος, -ον)
ο διαιρεμένος σε δύο ίσα μέρη
νεοελλ.
(για όργανα του σώματος) εκείνος που διαιρείται σε δύο βραχίονες οι οποίοι σχηματίζουν δίκρανα
αρχ.
φρ. «διχοτόμος σελήνη» — ημισέληνος.
Greek Monotonic
δῐχοτόμος: -ον (τέμνω), κομμένος στη μέση, ισομοιρασμένος, σε Αριστ.
German (Pape)
halbierend, Ammon.