Att. for μύσσω.
μύττω: Ἀττ. ἀντὶ μύσσω, ἴδε μύσσομαι.
μύττω (Α)(αττ. τ.) βλ. μύσσομαι.
ἤ μύσσω -μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Ἀπό ρίζα μυκ-. Θέμα μυκ+j+ω = μύσσω καί μύσσομαι.Παράγωγα: μυκτήρ (=μύτη), ἀπομυκτέον, μύξα, μυξώδης, μύτις (=μύτη).