μύσσω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 223] att. μύττω, als simplex nur noch bei den Gramm. vorkommend, schneuzen, s. die Compp.
Greek Monolingual
αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε -σσω (πρβλ. τρομάζω-τρομάσσω, σταλάζω-σταλάσσω, ρημάζω- ρημάσσω), δοθέντος ότι ο αόριστος και στους δύο τύπους ρημάτων σε -σσω και σε -ζω σχηματίζεται σε -ξα. Συνέβη επίσης και το αντίστροφο: από ρήματα σε -σσω σχηματίστηκαν ρήματα σε -ζω για τον ίδιο ακριβώς λόγο (πρβλ. φράσσω -φράζω, συνάσσω-συνάζω)].