στερεοκάρδιος

Revision as of 09:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ον, hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 936] hartherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄, 4, διάφορ. γραφ.).

Greek Monolingual

και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].