λαμπροφοίτης

Revision as of 15:30, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish

que brilla al caminar

Greek Monolingual

λαμπροφοίτης, -ου, ό (Α)
(για τον ήλιο) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. οροφοίτης, ουρανοφοίτης·

Léxico de magia

que brilla al caminar de Helios-Hefesto Ἥφαιστε, πυριφαῆ, λαμπροφοῖτα Hefesto, que brillas con fuego, que brillas al caminar P XII 177