ὡρεῖον
English (LSJ)
τό, storehouse, barn, granary, Lat. horreum, EM697.32, Gp.2.28 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ὠρεῖον: τό, (ὠρεύω) οἴκημα φυλάκων, φυλακεῖον, φρούριον, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 195· ἴδε Böckh σ. 408. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, = τῷ Λατ. horreum, Achmes, Ὀνειρ. 272, Ἐτυμ. Μέγ. 197, 32, κτλ.· ὡσαύτως, ὥριον, Γεωπον. 2. 28· ― ἐντεῦθεν (ἐκ τῆς σημ. ΙΙ), ὡρειάρειος, ὁ, Λατ. horrearisu, φύλαξ σιτοβολίου, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.
German (Pape)
[Seite 1414] τό, Ort, wo reife Sommerfrüchte aufbewahrt werden, Scheuer, horreum, findet sich auch ὥῤῥειον u. ὥριον geschrieben, erst sehr Sp.
Greek Monolingual
(I)
και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ
(κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῖον («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. του οὐρεῖον «φρούριο»].
(II)
και ὡρρεῖον, τὸ, ΜΑ
βλ. ορρείον.